- ἀρνηάς
- ἀρνηάς, άδος, ἡ, prob. some sort ofA sheep,
ἔπεροι καὶ ἀρνηάδες ἐρίων ἀτελέες, ἀρνηάδων ἔταλα ἀτελέα Schwyzer644.15
([dialect] Aeol.). (Fem. of ἀρνεώς, q. v.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔπεροι καὶ ἀρνηάδες ἐρίων ἀτελέες, ἀρνηάδων ἔταλα ἀτελέα Schwyzer644.15
([dialect] Aeol.). (Fem. of ἀρνεώς, q. v.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.